παραλουργής

παραλουργής
ιων. τ. παραλοργής, -ές, και παραλουργός, -όν, Α
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή
2. (για πρόσ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φορά ένδυμα με πορφυρή παρυφή και ο οποίος ήταν πιο επιφανής από εκείνον που φορούσε ολοπόρφυρο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἁλουργής / ἁλουργός «πορφυρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραλουργῆ — παραλουργής edged with purple neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παραλουργής edged with purple masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παραλουργής edged with purple masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλουργεῖς — παραλουργής edged with purple masc/fem acc pl παραλουργής edged with purple masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλουργές — παραλουργής edged with purple masc/fem voc sg παραλουργής edged with purple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβαφής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) «παραλούργής». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. κατα βαφής] …   Dictionary of Greek

  • παραλοργής — ές, Α (ίων. τ.) βλ. παραλουργής …   Dictionary of Greek

  • παραλουργός — όν, Α βλ. παραλουργής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”